ανύπαρκτος

ανύπαρκτος
[анипарктос] εκ. несуществующий,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανύπαρκτος" в других словарях:

  • ἀνύπαρκτος — non existent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανύπαρκτος — η, ο (Α ἀνύπαρκτος, ον) 1. αυτός που δεν υπάρχει, δεν υφίσταται 2. φανταστικός …   Dictionary of Greek

  • ανύπαρκτος — η, ο αυτός που δεν υπήρξε ή δεν υπάρχει: Ο κίνδυνος για τον οποίο μιλούσε ήταν ανύπαρκτος. Ουσ. ανυπαρξία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνυπαρκτότερον — ἀνύπαρκτος non existent adverbial comp ἀνύπαρκτος non existent masc acc comp sg ἀνύπαρκτος non existent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπάρκτως — ἀνύπαρκτος non existent adverbial ἀνύπαρκτος non existent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνύπαρκτον — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem acc sg ἀνύπαρκτος non existent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπαρκτότερα — ἀνύπαρκτος non existent neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπάρκτοις — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπάρκτου — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπάρκτους — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυπάρκτων — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»